- φιλοιερεύς
- φιλοϊερεύς , φιλοιερεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοϊερεύς — έως, ὁ, Μ αυτός που συμπαθεί τους ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἱερεύς] … Dictionary of Greek